- Μηλία
- Μηλίᾱ , Μήλιοςfrom the island of Meiosfem nom/voc/acc dualΜηλίᾱ , Μήλιοςfrom the island of Meiosfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μηλίᾳ — Μηλίᾱͅ , Μήλιος from the island of Meios fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… … Dictionary of Greek
μηλιά — η το δέντρο που παράγει τα μήλα, η μηλέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μηλιᾶ — Μηλιεύς inhabitant of Malis masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήλια — Μήλιος from the island of Meios neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άνω Μηλιά — Οικισμός (55 κάτ.) του νομού Πιερίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πέτρας … Dictionary of Greek
Κάτω Μηλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 997 κάτ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 16 χλμ. ΝΔ της πόλης της Κατερίνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πέτρας … Dictionary of Greek
Κόκκινη Μηλιά — Τοπωνύμιο που απαντάται στη λαογραφική παράδοση. Αναφέρεται ως ο τόπος καταγωγής των Τούρκων και, πιο συγκεκριμένα, ως το απώτατο σημείο από την ελληνική επικράτεια. Σύμφωνα με την παράδοση, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι Έλληνες, στην… … Dictionary of Greek
Μηλίας — Μηλίᾱς , Μήλιος from the island of Meios fem acc pl Μηλίᾱς , Μήλιος from the island of Meios fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηλίαι — Μηλίᾱͅ , Μήλιος from the island of Meios fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)